- φασμίδες
- οι, Νζωολ. η μία και πολυπληθέστερη από τις δύο οικογένειες τής τάξης φυτοφάγων εντόμων φάσματα, με 2.000 περίπου είδη, που μοιάζουν με κλαδιά, αλλ. φασματίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phasmidae < φάσμα + κατάλ. -ίδες].
Dictionary of Greek. 2013.